- μηπρίν
- μηπρίν και μηπρού (Μ)(σύνδ.) μήπως προηγουμένως, μήπως προτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μή + πρίν. Ο τ. μηπρού με επίδραση συνδέσμων ή επιρρ. σε -ου (πρβλ. προτού, αφού) ή, κατ' άλλους, με β' συνθετικό τον τ. προῦ* τού πριν].
Dictionary of Greek. 2013.